- κλεφτάτα
- κλεφτάτα και κλεφτά επίρρ. τροπ., βιαστικά και πρόχειρα: Έφαγε κλεφτάτα κι έφυγε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλεφτάτος — η, ο αυτός που γίνεται στα κλεφτά, κρυφός. επίρρ... κλεφτάτα με τον τρόπο τού κλέφτη, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης ή < κλεφτός + κατάλ. άτος (πρβλ. αφρ άτος, μουσ άτος)] … Dictionary of Greek
κλεφτός — και κλεπτός ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος 2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά 3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»). επίρρ... κλεφτά (Μ κλεφτῶς) 1. με τον τρόπο τού κλέφτη,… … Dictionary of Greek